- ἔχρισαν
- ἔχρῑσαν , χρίωtouch the surface of a body slightlyaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμύριστος — η, ο (Α ἀμύριστος, ον) [μυρίζω] 1. αυτός που δεν αναδίδει μυρωδιά, άοσμος 2. αυτός που δεν τόν μύρισε, δεν τόν οσφράνθηκε κανείς 3. αυτός που δεν μύρισε από σήψη, δεν βρόμησε 4. (για κοπέλες) ανέπαφη, παρθενική αρχ. 1. αυτός που δεν τόν έχρισαν,… … Dictionary of Greek
γόρδιος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ωςοικιστής της αρχαίας Φρυγίας. Κατά την παράδοση, ήταν φτωχός γεωργός που, καθώς καλλιεργούσε τον αγρό του, είδε να κάθεται πάνω στο άροτρό του ένας αετός. Μια νέα μάντισσα της Τελμησσού τον παρακίνησε να… … Dictionary of Greek
χρίω — ΝΜΑ, και χρίζω Ν 1. αλείφω, επαλείφω, επιχρίω 2. εκκλ. (για ιερέα) αλείφω τον νεοφώτιστο με άγιο μύρο αμέσως μετά την τέλεση τού μυστηρίου τού βαπτίσματος 3. (για ιεράρχη) αναγορεύω ηγεμόνα, αλείφοντάς τον με μύρο, κατά την τελετή τής στέψης (α.… … Dictionary of Greek